Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὸν ἔλεγχον

См. также в других словарях:

  • обличениѥ — ОБЛИЧЕНИ|Ѥ (89), ˫А с. 1.Вид, образ: первочадна˫а расыпае(т)сѧ тма. и на свѣ(т) все и на чи(н) и на обличе(н)е приходи(т). (εἷδος) ГБ XIV, 63б; ˫авѣ же е(с). ˫ако в шести денъ б҃ъ вещь съставивъ и образи(в) и ѹкраси(в). всѣми обличеньи и смѣшеньи …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обличитель — ОБЛИЧИТЕЛ|Ь (11), Ѧ с. Обличитель; обвинитель: иже сѹѥтнымъ житиѥмь живѹще... да не близь обличителѧ имѹть. ПНЧ 1296, 47 об.; Азъ ѥсмь обличитель. сущихъ во мнѣ золъ дѣ˫ании. ими же прогнѣвахъ х(с)а. КТурКан XII сп. XIV, 219 об.; ˫ако же ни… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • Δημόκριτος — I (Άβδηρα περ. 460 – περ. 370 π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη και του Πρωταγόρα. Οι πληροφορίες για τη ζωή του δεν είναι ακριβείς. Κατά την παράδοση, υπήρξε μακροβιότατος και πολυταξιδεμένος. Είχε δεχτεί τη διττή επίδραση του… …   Dictionary of Greek

  • καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …   Dictionary of Greek

  • Κόντος, Κωνσταντίνος — (Άμφισσα 1834 – Αθήνα 1909). Φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Αθήνα και αργότερα στην Ολλανδία, όπου συνδέθηκε με τον Ολλανδό ελληνιστή Καρλ Κόμπετ, έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους της γραμματικής κατεύθυνσης στην κλασική… …   Dictionary of Greek

  • Βερναρδάκης — Επώνυμο τριών αδελφών από τη Μυτιλήνη, που ασχολήθηκαν με τις επιστήμες και τα γράμματα. 1. Αθανάσιος (1844 – 1912). Οικονομολόγος, λόγιος και συγγραφέας. Σπούδασε πολιτική οικονομία στο Παρίσι (1866 70) και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου …   Dictionary of Greek

  • MUSSARE — a boum voce μύ μύ, proprie de hoc animali. Virg. l. 12. Arn. v. 718. Mussantque iuvencae. Indead homines translatum, qui cum occulte et depressâ voce loquuntur, quod celatum velint, mussare dici coeperunt, Noniô teste. Varro vero a Mutorum sono… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Περδικάρης, Μιχαήλ — (Κοζάνη 1766 Μοναστήρι, Μακεδονία 1828). Λόγιος γιατρός και στιχουργός. Γιος γιατρού, κεφαλλονίτικης καταγωγής, ο Π. σπούδασε στην Κοζάνη και σταδιοδρόμησε αρχικά ως οικοδιδάσκαλος στο Βουκουρέστι. Γύρω στα 1796 ανέβηκε στη Βιέννη κι αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • παιδιά — η (ΑΜ παιδιά) [παις, παιδός] 1. παιχνίδι, ιδίως ομαδικό και κατάλληλα οργανωμένο («παιδιαὶ μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί», Αριστοτ.) 2. χαριεντισμός, αστειότητα, πείραγμα («τὸν ἐν γέλωτι καὶ ἀκράτῳ καὶ σκώμμασι καὶ παιδιαῑς ἔλεγχον», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»